A.“ἦθος” 11) moral, opp. διανοητικός, Arist.EN1103a5, al.; τὰ ἠθικά a treatise on morals, Id.Pol.1295a36, cf. Democr.4a; “οἱ ἠ. λόγοι” Phld. Herc.1251.13; τὸ ἠ. φιλοσοφίας, opp. φυσικόν, διαλεκτικόν, D.L. Prooem.18; “ἡ ἠ. φιλοσοφία” Str.1.1.18; ἡ ἠ. alone, Ph.1.370.
II. showing moral character, expressive thereof, “λέξις” Arist.Rh.1408a11; πῶς . . τοὺς λόγους ἠ. ποιητέον ib.1391b22, cf. 1395b13; “ἠ. τραγῳδία” Id.Po.1456a1; ἡ Ἰλιὰς παθητικόν, ἡ δὲ Ὀδύσσεια ἠ. ib.1459b15; ἠ. μέλη, ἁρμονίαι, Id.Pol.1341b34, 1342a3 (Sup.); οὐκ ἔστιν ὁ αὐλὸς ἠθικόν, ἀλλὰ . . ὀργιαστικόν ib.1341a21; ἠ. γραφεύς, ἀγαλματοποιός, ib.1340a38; ἠθικὴ ἡ ἐν ὀφθαλμοῖς the expression of character by the eyes, Philostr. Gym.25. Adv. -κῶς, λεκτέον (opp. ἀποδεικτικῶς) Arist.Rh.1418a39; ἠ. μειδιάσας laughing expressively, Plu.Brut.51; “ἐπικροτεῖν τὸ μετακάρπιον” Aristaenet.1.27; in character, Demetr.Eloc.216; naturally, ib.297.