A.“βαλέω” Il. 8.403, “βαλλήσω” Ar.V.222,1491: aor. 2 ἔβα^λον, Ion. “προ-βάλεσκε” Od. 5.331; later aor. 1 “ἔβαλα” LXX3 Ki.6.1 (5.18); Ep. and Ion. inf. “βαλέειν” Il.2.414,al., Hdt.2.111,al., but “βαλεῖν” Il.13.387, 14.424; opt. βλείης in Epich.219, part. “βλείς” Id.176, as if from ἔβλην (v. συμβάλλω): pf. βέβληκα: plpf. ἐβεβλήκειν, Ep. “βεβλήκειν” Il.5.661:—Med., Ion. impf. “βαλλέσκετο” Hdt.9.74: fut. βα^λοῦμαι (προ-) Ar.Ra.201, (ἐπι-) Th.6.40, etc., Ep. βαλεῦμαι (ἀμφι-) Od.22.103: aor. 2 ἐβα^λόμην, Ion. imper.“βαλεῦ” Hdt.8.68.γ́, used mostly in compds.:—Pass., fut. “βληθήσομαι” X.HG7.5.11, (δια-) E.Hec.863; also “βεβλήσομαι” Id.Or.271, Hld.2.13, (δια-) D.16.2; part. “δια-βεβλησόμενος” Philostr. VA6.13 (Ep. fut. ξυμ-βλήσομαι, v. συμβάλλω): aor. “ἐβλήθην” Hdt.1.34, Th.8.84, etc.: Hom. also has an Ep. aor. Pass., “ἔβλητο” Il.11.675, “ξύμβλητο” 14.39; subj. “βλήεται” Od.17.472; opt. βλῇο or “βλεῖο” Il.13.288; inf. “βλῆσθαι” 4.115; part. “βλήμενος” 15.495: pf. βέβλημαι, Ion. 3pl. “βεβλήαται” 11.657 (but 3sg. h.Ap.20), opt. “δια-βεβλῇσθε” And.2.24: plpf. ἐβεβλήμην (περι-) X.HG7.4.22, (ἐξ-) Isoc.18.17; Ion. 3pl. “περι-εβεβλέατο” Hdt.6.25.—Ep. pf. βεβόλημαι in special sense, v. βολέω.
A. Act., throw:
I. with acc. of person or thing aimed at, throw so as to hit, hit with a missile, freq. opp. striking with a weapon in the hand, “βλήμενος ἠὲ τυπείς” Il.15.495; “τὸν βάλεν, οὐδ᾽ ἀφάμαρτε” 11.350, cf. 4.473, al.; so even in “ἐγγύθεν ἐλβὼν βεβλήκει . . δουρί” 5.73; and “δουρὶ ὤμων μεσσηγὺς σχεδόθεν βάλε” 16.807; but later opp. τοξεύειν, D.9.17, X.An.4.2.12; ἐκ χειρὸς β. ib.3.3.15: c. dat. instrumenti, β. τινὰ δουρί, πέτρῳ, κεραυνῷ, etc., Il.13.518, 20.288, Od.5.128, etc.: “βλήμενος ἢ ἰῷ ἢ ἔγχεϊ” Il.8.514: c. dupl. acc. pers. et partis, “μιν βάλε μηρὸν ὀϊστῷ” 11.583: c. acc. partis only, 5.19,657; so “τὸν δ᾽ Ὀδυσεὺς κατὰ λαιμὸν . . βάλεν ἰῷ” Od.22.15; “δουρὶ βαλὼν πρὸς στῆθος” Il. 11.144: c. acc. cogn., “ἕλκος. ., τό μιν βάλε Πάνδαρος ἰῷ” 5.795; also βάλε Τυδεΐδαο κατ᾽ ἀσπίδα smote upon it, ib.281.
2. less freq. of things, “ἡνίοχον κονίης ῥαθάμιγγες ἔβαλλον” 23.502; of drops of blood, 11.536, cf. A.Ag.1390: metaph., “κηλὶς ἔβαλέ νιν μητροκτόνος” E.IT 1200, cf. HF1219; of the sun, ἀκτῖσιν ἔβαλλεν [θάμνους] Od.5.479; “ἔβαλλε . . οὐρανὸν Ἠώς” A.R.4.885 (so Pass., “σελήνη . . δι᾽ εὐτρήτων βαλλομένη θυρίδων” AP5.122 (Phld.)); strike the senses, of sound, “ἵππων ὠκυπόδων ἀμφὶ κτύπος οὔατα βάλλει” Il.10.535, cf. S.Ant.1188, Ph.205 (lyr.); of smell, “ὀσμὴ β. τινά” Id.Ant.412; “τάχ᾽ ἂν πέμφιξ σε βροντῆς καὶ δυσοσμίας β.” Id.Fr.538.
3. metaph., β. τινὰ κακοῖς, φθόνῳ, ψόγῳ, smite with reproaches, etc., Id.Aj.1244, E.El.902, Ar. Th.895; “στεφάνοις β. τινά” Pi.P.8.57 (hence metaph., praise, Id.O.2.98); “φθόνος βάλλει” A.Ag.947; “φίλημα βάλλει τὴν καρδίαν” Ach.Tat. 2.37.
II. with acc. of the weapon thrown, cast, hurl, of missiles, rare in Hom., “βαλὼν βέλος” Od.9.495; “χαλκὸν ἐνὶ στήθεσσι βαλών” Il.5. 346, cf. Od.20.62; “ἐν νηυσὶν . . πῦρ β.” Il.13.629: c. dat., of the weapon, throw or shoot with a thing, “οἱ δ᾽ ἄρα χερμαδίοισι . . βάλλον” 12.155; “βέλεσι” Od.16.277: in Prose abs., β. ἐπί τινα throw at one, Th.8.75; “ἐπὶ σκοπόν” X.Cyr.1.6.29; “ἐπίσκοπα” Luc.Am.16; alone, “οἱ ψιλοὶ βάλλοντες εἶργον” Th.4.33: c. gen., βάλλοντα τοῦ σκοποῦ hitting the mark, Pl.Sis.391a.
2. generally of anything thrown, “εἰς ἅλα λύματ᾽ ἔβαλλον” Il.1.314; “τὰ μὲν ἐν πυρὶ βάλλε” Od.14.429; [“νῆα] β. ποτὶ πέτρας” 12.71; εὐνὰς β. throw out the anchor-stones, 9.137; β. σπόρον cast the seed, Theoc.25.26; “β. κόπρον” POxy.934.9 (iii A. D.): hence “β. ἀρούρας” manure, PFay.118.21 (ii A. D.): metaph., “ὕπνον . . ἐπὶ βλεφάροις β.” Od.1.364; “β. σκότον ὄμμασι” E.Ph.1535(lyr.); “β. λύπην τινί” S.Ph.67.
b. of persons, β. τινὰ ἐν κονίῃσιν, ἐν δαπέδῳ, Il.8.156, Od. 22.188; “γῆς ἔξω β.” S.OT622; “β. τινὰ ἄθαπτον” Id.Aj.1333; “ἄτιμον” Id.Ph.1028:—Pass., “ὑπὸ χλαίνῃ βεβλημένος” AP5.164 (Mel.); “βεβλημένος” on a sick-bed, Ev.Matt.8.14: then metaph., “ἐς κακὸν β. τινά” Od. 12.221; “ὅς με μετ᾽ . . ἔριδας καὶ νείκεα β.” Il.2.376; β. τινὰ ἐς ἔχθραν, ἐς φόβον, A.Pr.390, E.Tr.1058; also ἐν αἰτίᾳ or αἰτίᾳ β. τινά, S.OT657, Tr.940 (but in E.Tr.305 β. αἰτίαν ἔς τινα)“; κινδύνῳ β. τινά” A.Th. 1053.
3. let fall, “ἑτέρωσε κάρη βάλεν” Il.8.306, cf. 23.697; “β. ἀπὸ δάκρυ παρειῶν” Od.4.198, cf. 114; “κατὰ βλεφάρων β. δάκρυα” Thgn. 1206; “κατ᾽ ὄσσων” E.Hipp.1396; “αἵματος πέμφιγα πρὸς πέδῳ β.” A.Fr. 183; β. τοὺς ὀδόντας cast, shed them, Arist.HA501b2, etc.; so βάλλειν alone, ib.576a4; “βοῦς βεβληκώς” SIG958.7 (Ceos).
4. of the eyes, ἑτέρωσε βάλ᾽ ὄμματα cast them, Od.16.179; “ὄμματα πρὸς γῆν” E.Ion 582; “πρόσωπον εἰς γῆν” Id.Or.958: intr., ὀφθαλμὸς πρὸς τὸ φῶς βαλών aiming at . . , Plot.2.4.5; βαλὼν πρὸς αὐτό directing one's gaze at . . , Id.3.8.10.
5. of animals, push forward or in front, “τοὺς σοὺς [ἵππους] πρόσθε βαλών” Il.23.572; πλήθει πρόσθε βαλόντες (sc. ἵππους) ib.639; “βάλλε κάτωθε τὰ μοσχία” Theoc.4.44: metaph., “β. ψυχὰν ποτὶ κέρδεα” BionFr.5.12.
6. in a looser sense, put, place, with or without a notion of haste, “τὼ μὲν . . βαλέτην ἐν χερσὶν ἑταίρων” Il.5.574, cf. 17.40, 21.104; “μῆλα . . ἐν νηΐ β.” Od.9.470; “ἐπὶ γᾶν ἴχνος ποδὸς β.” E.Rh.721 (lyr.); “φάσγανον ἐπ᾽ αὐχένος β.” Id.Or.51; “τοὺς δακτύλους εἰς τὰ ὦτα” Ev.Marc.7.33; β. πλίνθους lay bricks, Edict.Diocl.7.15; pour, “οἶνον εἰς ἀσκούς” Ev.Matt.9.17; “εἰς πίθον” Arr.Epict.4.13.12, cf. Dsc.1.71.5 (v.l. for ἐμβ.): metaph., “ἐν στήθεσσι μένος βάλε ποιμένι λαῶν” Il.5.513; ὅπως . . φιλότητα μετ᾽ ἀμφοτέροισι βάλωμεν may put friendship between them, 4.16; “μαντεύσομαι ὡς ἐνὶ θυμῷ ἀθάνατοι βάλλουσι” Od.1.201; “ἐν καρδίᾳ β.” Pi.O.13.16; but also θυμῷ, ἐς θυμὸν β., lay to heart, A.Pr.706, S.OT975.
b. esp. of putting round, “ἀμφ᾽ ὀχέεσσι θοῶς βάλε καμπύλα κύκλα” Il.5.722; of clothes or arms, “ἀμφὶ δ᾽ Ἀθήνη ὤμοις . . βάλ᾽ αἰγίδα” 18.204; put on, “φαιὰ ἱμάτια” Plb. 30.4.5.
c. place money on deposit, “ἀργύριον τοῖς τραπεζίταις” Ev.Matt.25.27.
d. pay, PLond.3.1177 (ii A. D.), POxy.1448.5 (iv A. D.).
7. of dice, throw, “τρὶς ἓξ βαλεῖν” A.Ag.33, cf. Pl.Lg.968e; “ἄλλα βλήματ᾽ ἐν κύβοις βαλεῖν” E.Supp.330: so prob. ψῆφος βαλοῦσα, abs., by its throw, A.Eu.751: metaph., εὖ or “καλῶς βάλλειν” to be lucky, successful, Phld.lr.p.51 W., Rh.1.10 S.
III. intr., fall, “ποταμὸς Μινυήϊος εἰς ἅλα βάλλων” Il.11.722, cf. A.R.2.744, etc.; ἄνεμος κατ᾽ αὐτῆς (sc. νεώς)“ ἔβαλε” Act.Ap.27.14; [ἵππους] περὶ τέρμα βαλούσας having run round the post, Il.23.462; ἐγὼ δὲ . . τάχ᾽ ἐν πέδῳ βαλῶ (sc. ἐμαυτήν) A.Ag.1172 (lyr.); λίμνηθεν ὅτ᾽ εἰς ἁλὸς οἶδμα βάλητε arrive at . . , A.R.4.1579; εἴσω β. enter a river's mouth, Orac. ap.D.S.8.23; βαλὼν κάθευδε lie down and sleep, Arr.Epict.2.20.10; τί οὖν, οὐ ῥέγκω βαλών; ib.4.10.29; “βαλὼν ἐπὶ τῆς στιβάδος ἐπεχείρει καθεύδειν” Anon. ap. POxy.1368.51; cf. A. 11.4.
2. in familiar language, “βάλλ᾽ ἐς κόρακας” away with you! be hanged! Ar.V.835, etc.; “βάλλ᾽ ἐς μακαρίαν” Pl.Hp.Ma.293a, cf. Men.Epit.389.
B. Med., put for oneself, ὡς ἐνὶ θυμῷ βάλλεαι that thou may'st lay it to heart, Il.20.196, cf. Od.12.218; “σὺ δ᾽ ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσιν” Hes.Op.107; “εἰ μὲν δὴ νόστον γε μετὰ φρεσὶ . . βάλλεαι” Il.9.435; “ἐς θυμὸν βαλέσθαι τι” Hdt.1.84, etc.; εἰς or ἐπὶ νοῦν, εἰς μνήμην, Plu.Thes. 24, Jul.Or.2.58a, etc. (v. supr. A.11.6); ἐπ᾽ ἑωυτῶν βαλόμενοι on their own responsibility, Hdt.4.160, cf. 3.71, al.; ἑτέρως ἐβάλοντο θεοί, v. l. for ἐβόλοντο in Od.1.234; “θεοὶ δ᾽ ἑτέρωσε βάλοντο” Q.S.1.610.
2. τόξα or ξίφος ἀμφ᾽ ὤμοισιν βάλλεσθαι throw about one's shoulder, Il.10.333, 19.372, etc.; “ἐπὶ κάρα στέφη β.” E.IA1513(lyr.).
4. lay as foundation, “κρηπῖδα βαλέσθαι” Pi.P.7.3, cf. 4.138, Luc.Hipp.4; also, lay the foundations of, begin to form, “οἰκοδομίας” Pl.Lg.779b; “χάρακα” Plb.3.105.10, Poll. 8.161; simply, build, “ἱερὸν περί τι” Philostr.VA4.13; β. ἄγκυραν cast anchor, Hdt.9.74, etc.; “καθάπερ ἐξ ἀγκυρῶν βαλλόμενος ψυχῆς δεσμούς” Pl.Ti.73d.