A.“ξυμφορὴ γίνεται δ.” Democr.76; “πενία ἐπινοιῶν δ.” Secund.Sent.10), teacher, master, μαντείης h.Merc. l.c.; “δ. τέχνης πάσης βροτοῖς” A.Pr. l.c.; “δεινῶν ἔργων” Lys.12.78; “πόλεμος βίαιος δ.” Th.3.82; διδάσκαλον λαβεῖν get a master, [S.]Fr.1120.8; εἰς διδασκάλου (sc. οἶκον) φοιτᾶν go to school, Pl.Alc.1.109d, etc.; διδασκάλων or ἐκ διδασκάλων ἀπαλλαγῆναι leave school, Id.Grg.514c, Prt.326c; ἐν διδασκάλων at school, Id.Alc.1.110b.
δι^δάσκα^λ-ος , ὁ (but fem., h.Merc.556, A.Pr.110, cf.