A.“κάλυπτον” Il.24.20: fut. “-ψω” A.Th. 1045: aor. ἐκάλυψα, Ep.“κάλ-” Il.23.693:—Med., fut. καλύψομαι (ἐγ-) Ael.NA7.12, (συγ-) Aristid.2.59J.: Ep. aor. “καλυψάμην” Il.3.141, al.:—Pass., fut. “καλυφθήσομαι” Paus.8.11.11, Aristid.1.130J., Gal. UP9.3, (δια-) D.11.13: aor. “ἐκαλύφθην” Od.4.402, E.Supp.531: aor.2 part. “καλυ^φείς” CPR239.5 (iii A.D.): pf. “κεκάλυμμαι” Il.16.360, X.Cyr. 5.1.4, Aen.Tact.26.3: plpf. “κεκάλυπτο” Il.21.549.--Rare in Prose, exc. in compds. (Cf. κέλυφος, καλύβη, Lat. oc-culo, celo.)
I. cover, freq. c. dat. instr., “παρδαλέῃ . . μετάφρενον εὐρὺ κάλυψε” Il.10.29; “σάωσε δὲ νυκτὶ καλύψας” 5.23 (but in 13.425, ἐρεβεννῇ νυκτὶ καλύψαι is to kill); simply, cover, “μέλαν δέ ἑ κῦμα κάλυψεν” 23.693; “ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται ὄσσε καλύπτων” 17.136; [πέτρον] περὶ Χεὶρ ἐκάλυψεν his hand covered, grasped a stone, 16.735; of death, “τὼ . . τέλος θανάτοιο κάλυψεν” 5.553; “τὸν δὲ σκότος ὄσσε κάλυψεν” 4.461,503, etc.; “τὸν δὲ κατ᾽ ὀφθαλμῶν ἐρεβεννὴ νὺξ ἐκάλυψεν” 13.580; “τὼ δέ οἱ ὄσσε νὺξ ἐκάλυψε μέλαινα” 14.439; so “τὸν δ᾽ ἄχεος νεφέλη ἐκάλυψε” 17.591; “ἑ πένθος ὀφθαλμοὺς ἐκάλυψε” 11.250: freq. in Lyr. and Trag., “ὅταν θανάτοιο κυάνεον νέφος καλύψῃ” B.12.64; κ. Χθονὶ γυῖα, i.e. to be buried, Pi.N.8.38; but Χθονί, τάφῳ κ., bury, A.Pr.582 (lyr.), S.Ant.28; γῇ, Χέρσῳ, E.Ph.1633, Hel.1066: abs., “καὐτὴ καλύψω” A.Th.1045: rare in Prose, “μὴ καλύπτειν τὰ δολοσχερέα τοῖς εἱματίοις” SIG1218.7 (Ceos, v B.C.); of armour, protect, X. Eq.12.5:—Med., cover or veil oneself, “ἀργεννῇσι καλυψαμένη ὀθόνῃσιν” Il.3.141; “κρηδέμνῳ δ᾽ ἐφύπερθε καλύψατο” 14.184; λευκοῖσιν φαρέεσσι καλυψαμένω (fem. dual) “Χρόα καλόν” Hes.Op.198: abs., “καλυψάμενος δ᾽ ἐνὶ νηῒ κείμην” Od.10.53:—Pass., “ἀσπίδι ταυρείῃ κεκαλυμμένος . . ὤμους” Il.16.360; ἐν Χλαίνῃ κεκ. 24.163; Χαλκῷ, ἠέρι, 13.192, 21.549; “οἰὸς ἀώτῳ” Od.1.443; φρικὶ καλυφθείς, of the sea, 4.402: in Prose, “τὸν νεκρὸν κεκαλυμμένον φερέτω σιγᾷ” Michel995 C32 (Delph., v/iv B.C.); [βράγχια] “καλυπτόμενα καλύμματι” Arist.HA505a6; “κεκαλυμμένος” veiled IG5(2).514.10 (Lycosura).
2. hide, conceal, κεκαλυμμένοι ἵππῳ concealed in it, Od.8.503:—Act., Hippon.52, etc.; “ἔξω μέ που καλύψατε” S.OT1411, cf. Ev.Luc.23.30; “κρυφῇ κ. καρδίᾳ τι” S.Ant. 1254; σιγῇ κ. E.Hipp.712: metaph., “ἐκάλυψας τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν” LXXPs.84(85).2, cf. Ep.Jac.5.20.