A.perceive simultaneously, Arist.HA534b18 codd. (leg. πόρρωθεν αἰσθάνεται): c. gen., Id.EN1170b4, cf. Plot.4.4.24, Hierocl. in CA11p.444M.: c. acc., Arist.Aud.803b36; διὰ τί ου( συναισθάνεται ἡ ἑτέρα (sc. αἴσθησις) τὸ τῆς ἑτέρας κρίμα; Plot.6.4.6.
συναισθ-άνομαι ,