[*] 355. Verbs of asking, entreating, exhorting, commanding, and forbidding, which regularly take an object infinitive, sometimes have an object clause with ὅπως or ὅπως μή in nearly or quite the same sense. E.g.
- Διδοὺς δὲ τόνδε φράζ ὅπως μηδεὶς βροτῶν κείνου πάροιθεν ἀμφιδύσεται χροΐ, i.e. tell him that no one shall put on the robe before himself. SOPH. Tr. 604: so SOPH. Aj. 567.
- “Λακεδαιμονίων ἐδέοντο τὸ ψήφισμ᾽ ὅπως μεταστραφείη” AR. Ach. 536.
- Καί σ᾽ αἰτῶ βραχὺ, ὅπως ἔσομαί σοι Φανός. Id. Eq. 1256.
- Ὅκως ἑωυτῶν γένηται τὸ ἔργον παρακελευσάμενοι, ἔργου εἴχοντο προθυμότερον. HDT. ix. 102.
- Τὸ Πάνακτον ἐδέοντο Βοιωτοὺς (?) ὅπως παραδώσουσι Λακεδαιμονίοις. THUC. v. 36.
- “Ὅπως μὲν μὴ ἀποθάνῃ ἠντιβόλει καὶ ἱκέτευεν,” LYS. i. 29.
- Παραιτεῖσθαι ὅπως αὐτῶν μὴ καταψηφίσησθε. ANT. i. 12.
- Δεήσεται δ᾽ ὑμῶν ὅπως δίκην μὴ δῷ. Ib. 23: so αἰτοῦμαι ὅπως δῷ, Ibid.
- Διακελεύονται ὅπως τιμωρήσεται πάντας τοὺς τοιούτους. PLAT. Rep. 549E.
- Παραγγέλλει ὅπως μὴ ἔσονται. Ib. 415B
- Ἔμοιγε ἀπηγόρευες ὅπως μὴ τοῦτο ἀποκρινοίμην (fut. opt.) Ib. 339A.
- Ἀπειρημένον αὐτῷ ὅπως μηδὲν ἐρεῖ ὧν ἡγεῖται, “when he is forbidden to say a word of what he believes.” Ib. 337 E.