1.victory in athletic competition. “ἔστασεν ἑορτὰν σὺν Ὀλυμπιάδι πρώτᾳ νικαφορίαισί τε” O. 10.59 “χάρμα δ᾽ οὐκ ἀλλότριον νικαφορία πατέρος” P. 1.59 “ὅδ᾽ ἀνὴρ καταβολὰν ἱερῶν ἀγώνων νικαφορίας δέδεκται πρῶτον” N. 2.4 “νεοθαλὴς δ᾽ αὔξεται μαλθακᾷ νικαφορία σὺν ἀοιδᾷ” N. 9.49 “νικαφορίαις γὰρ ὅσαις †ἱπποτρόφον ἄστυ τὸ Προίτοιο θάλησε픆 N. 10.41 “νικ]αφορίαν”[ (alia possis) P. Oxy. 841, 48. dub. ]“φοριᾶν Πα.” 17b. 26.
νῖκᾶφορία