μετ-έρχομαι , part. μετερχόμενος, fut. μετελεύσομαι, aor. 2 opt. μετέλθοι, imp. μέτελθε, part.
μετελθών: come or
go among (τισί),
to, or after (τινά or τὶ); of seeking or
pursuing, Il. 6.280, Il. 21.422
; πατρὸς κλέος, Od. 3.83; of ‘attending to’ or
‘caring for’ something, ἔργα, ἔργα γάμοιο, π 314, Od.
5.429.