μητιάω (μῆτις), 3 pl. μητιόωσι, part.
μητιόωσα, μητιόωντες, mid. pres.
μητιάασθε, ipf. μητιόωντο: deliberate, conclude, devise,
abs., and w. acc., βουλα?ς, νόστον, κακά τινι,
Υ 153, Od. 6.14; mid.,
debate with oneself, consider, Il. 22.174, Il.
12.17.