A.“ἔξεον” Od.23.199 : fut. “ξέσω” Paul.Aeg.3.22.12 : aor. “ἔξεσα” Sophr.110 ; Ep. “ξέσσα” Od.5.245, “ξέσα” Simon.185 A: pf. “ἔξεκα” Choerob. in Theod.2.80:—Pass., Hsch.s.v. σπαρασσόμεθα: aor. inf. “ξεσθῆναι” Gp.10.65.6, (κατ-) Plu.2.953b: pf. “ἔξεσμαι” Ar.Fr.728, (ἀπ-) Hp.Nat.Mul.109: plpf. “ἔξεστο” Hld.5.14:—shave or plane timber, “ξέσσεδ᾽ ἐπισταμένως καὶ ἐπὶ στάθμην ἴθυνεν” Od.5.245,cf.17.341,21.44; “οἱ ξέοντες” Pl.Thg.124b.
2. carve wood, shape by carving, “λέχος ἔξεον, ὄφρ᾽ ἐτέλεσσα” Od.23.199 ; τίς νιν ξέσε; Σκόπας Simon.l.c.:—Pass., Hld.l.c.
3. whittle, pare, in grafting, Gp.4.12.14.
II. scrape smooth, polish, “τοὺς ὄνυχας” Philostr.VS2.5.2 ; τὸ βλέφαρον ξέσομεν διὰ κισήρεως Paul.Aeg.l.c. ; “τὸ ὀστοῦν” Id.6.2 ; στήμων ἐξεσμένος smoothed thread, Ar.l.c.
2. roughen by scraping, “προτετραχυμμένης <καὶ οἷον> ἐξεσμένης τῆς ὑστέρας” Sor.1.36 ; irritate, “ἔντερα” Aret. SD2.9.
3. = ξαίνω, flog, “τοὺς ἐν δικαστηρίῳ ξεσθέντας καὶ ξύλοις τυφθέντας” Orib.Fr.90 ; “τοὺς ἐν δικαστηρίῳ μαστιγωθέντας καὶ ξεσθέντας” Aët.15.37.