A.net:
1. fishing-net, δικτύῳ ἐξέρυσαν πολυωπῷ (sc. ἰχθύας) Od.22.386; “φελλοὶ δ᾽ ὣς ἄγουσι δ.” A.Ch.506; “μολυβδὶς ὥστε δ. κατέσπασεν” S.Fr.840; δ. καθιέναι, ἀναιρεῖσθαι, Arist. HA533b19, 602b8.
4. lattice-work, IG11(2).165.4, 13 (Delos, iii B. C.).
5. bottom of a sieve, Hsch.