2. c. inf., affirm by a διαμαρτυπία that . ., “δ. μὴ ἐπίδικον . . τὸν κλῆρον εἶναι” Is.3.3, cf. D.44.48:—Pass., aor. διεμαρτυρήθην, to be affirmed in a διαμαρτυρία to be so and so, “διεμαρτυρήθη μὴ Πλαταιεὺς εἶναι” Lys.23.13, cf. Is.3.5; “τὰ διαμαρτυρηθέντα” Isoc.18.15.
3. Med., testify against, “τὰ πραττόμενα” J.AJ9.8.3.