A.immense, enormous, “μήκη δ.” Pl.Lg.890e; “μακρὰ . . καὶ δ. φλυαρία” Id.Tht.162a (Sch. expl. both by περιβόητος and σκοτεινός)“; πράγματα” Is.Fr.123; “μακρὸς ὁ λόγος καὶ δ.” Jul.Or.2.101d; “κῦμα δ.” Call.Fr.111; “ἤπειρος” A.R.4.1258; “σκότος” Dam.Isid.303; “τιμαί” Them.Or.11.146b; πνεῦμα δ., of a water-clock striking, perh. far-sounding, AP7.641 (Antiphil.); loud, piercing, “φθέγμα θρηνῶδες καὶ δ.” Agath.1.12: neut. as Adv., “δ. ἀνῴμωζον” J.BJ7.6.4; “δ. ἀνεβόησεν” Charito 3.3, Lib.Decl.26.47. (Etym. unknown: expld. by ἠχοῦν ἐπὶ πολύ, μέγα καὶ σφοδρόν, διατεταμένον, Hsch.; by μέγα καὶ ἐπὶ πολὺ διῆκον, Suid.)
διωλύγιος [υ^], ον,