A.“εἰρόμην” Il.1.513, Pi.O.6.49, Hdt.2.44, etc.: fut. “ἐρήσομαι” S.OT1166, Ar.Nu.1409, Pl.Prt.355c ; Ion. “εἰρήσομαι” Od.4.61,7.237, Hdt.1.67 (ἐπ-): aor. 2 “ἠρόμην” Sapph. 1.15, E.Ion541, Th.3.113, etc.; imper. “ἐροῦ” S.El.563, E.Or.763 (troch.), etc., Ep. “ἔρειο” Il.11.611 ; subj. “ἔρωμαι” Od.8.133, Pl.R.538d, etc. ; “εἴρωμαι” Od.16.402, Hdt.4.76 ; opt. “ἐροίμην” Od.1.135,3.77, etc.; inf. ἐρέσθαι in Hom. always in the phrase “μεταλλῆσαι καὶ ἐρέσθαι” 3.69, al. (exc. in 1.405) (ἔρεσθαι is freq. in codd., as Lys.12.24, E.El.548, cf.Hdn.Gr. 1.466) ; part. “ἐρόμενος” Ar.Eq.574, Th.4.40:—Ep.and Ion. also ἐρέομαι in subj. “ἐρέωμαι” Od.17.509, inf. “ἐρέεσθαι” 6.298,23.106, Hp.Prorrh.2.41, impf. “ἐρέοντο” Il.1.332,8.445 ; ἐπ-ειρεόμενος is v.l. in Hdt.3.64:—ask, inquire, mostly folld. by indirect question, “εἴροντο.. ὅττι ἑ κήδοι” Od.9.402, etc.; “ἤρετο ὅτι θαυμάζοι” Th.3.113 ; “τὸν ξεῖνον ἐρώμεθα εἴ τιν᾽ ἄεθλον οἶδε” Od.8.133, etc.; “ἠρόμην ὅπου..” Pl.R.327b ; “διὰ τί..” Id.Prt.355c, etc.: folld. by a direct question, ἤρετο Ξενοφῶντα, εἰπέ μοι, ἔφη, ὦ Ξενοφῶν, οὐ σὺ ἐνόμιζες..; X.Mem.1.3.8 ; ἐρομένου δὲ τοῦ Ἀγησιλάου, ἆρ᾽ ἂν ἐν καιρῷ γένοιτο, εἰ..; Id.HG4.3.2, cf. Cyr.1.4.19.
2. c. acc. objecti, learn by inquiry, “ἐρέεσθαι δώματα πατρός” Od.6.298 ; ask after or for, “εἰρόμεναι παῖδας” Il.6.239 ; “εἴρεαι Ἕκτορα δῖον” 24.390 ; “θεῶν εἰρώμεθα βουλάς” Od.16.402.
3. c. acc. pers., question, Il.1.332, etc., Hdt.1.32, Lys.12.24 ; εἴρετο δ᾽ ἡμέας, ὦ ξεῖνοι, τίνες ἐστέ; Od.9.251 ; “ἀλλήλους εἴροντο τίς εἴη καὶ πόθεν ἔλθοι” 17.368, cf. E.Or.763(troch.), etc.; in later Prose, Jul.Or.7.229b.
4. c. acc. pers., petition, Ar.Eq.574.
5. c. dupl.acc., to ask one about a thing, τὸ μέν σε πρῶτον..εἰρήσομαι.., τίς πόθεν εἰς ἀνδρῶν; Od.7.237, cf. 19.509 ; ἐρήσομαί σε τουτί: παῖδά μ᾽ ὄντ᾽ ἔτυπτες; Ar.Nu. 1409.
6. freq. τινὰ περί τινος, as “ἵνα μιν περὶ πατρὸς..ἔροιτο” Od.1.135, 3.77, cf. Hdt.4.76, al., E.El.548; also “οἱ δέ μιν ἀμφὶ δίκας εἴροντο” Od.11.570; “ἀμφὶ πόσει εἴρεσθαι” 19.95. (Ion. εἰρ-Att. ἐρ- from ἐρϝ- (aor. stem), cf. ἐρέ(ϝ)ω, ἐρευτής: pres. ἐρέ(ϝ)ομαι: ἐροίμην and similar forms in Hom. are variously expld. or emended.)