A.to have reached a certain point, ἐξήκεις ἵνα φανεῖς hast reached a point at which thou wilt show, S.Tr.1157; “ἅλις ἵν᾽ ἐξήκεις δακρύων” Id.OT1515 (troch.); “ἀτελές τι καὶ οὐκ ἐξῆκον ἐκεῖσε οἷ πάντα δεῖ ἀφήκειν” Pl.R.53oe; “δεῦρ᾽ ἐ.” Id.Epin.987a; “ἐπειδὰν αἱ κλήσεις ἐξήκωσιν εἰς τὸ δικαστήριον” Plu.2.833f, etc.: c. acc. cogn., “ἐ. ὁδόν” S.El. 1318.
ἐξήκω ,