A.squeeze out, “σπόγγος ἐξ ὕδατος ἐκπεπιεσμένος” Hp.Acut. 21, cf. Dsc.1.50 ; thrust or force out, “τοὺς προσβάλλοντας” Plb.18.32.3 :—Pass., to be squeezed out, Arist.Mu.397a23, Dsc.1.52 ; ἕλκος ἐκπεπιεσμένον a sore that protrudes out of the skin, dub. in Hp.Fract.25 (cf. ἐκπλίσσομαι).
ἐκπι^-έζω ,