A.experience, E.Ph.529, Th.4.10; opp. ἀνεπιστημοσύνη, Id.5.7; ἡ ἐκ πολλοῦ ἐ., opp. ἡ δι᾽ ὀλίγου μελέτη, Id.2.85; ἡ μὴ 'μπειρία want of experience, Ar.Ec.115; “δι᾽ ἐμπειρίαν” Pl.Prm. 137a; “ἐπιστήμῃ, οὐκ ἐμπειρία οἰκείᾳ κεχρημένον” Id.R.409b: pl., D. Prooem.45.
2. c. gen. rei, experience in, acquaintance with, “τῶν πραγμάτων” Antipho5.1; “μάχης ἐμπειρίᾳ τῆς ἐκείνων” Th.3.95; “ἀμφοτέρων τῶν ἡδονῶν” Pl.R.582b; also “ἐ. περί τι” X.HG7.1.4; “ἐ. ἡ κατὰ τὴν πόλιν” Th.2.3; “ἐ. ἡγεμονική” Plb.10.24.4, etc.
II. practice, without knowledge of principles, esp. in Medicine, empiricism, “ἰατρὸς τῶν ταῖς ἐμπειρίαις ἄνευ λόγου τὴν ἰατρικὴν μεταχειριζομένων” Pl.Lg.857c (hence “οἱ ἀπὸ τῆς ἐ. ἰατροί” S.E.M.8.191, Gal.Sect.Intr.1); κατ᾽ ἐμπειρίαν τὴν τέχνην κτᾶσθαι empirically, Pl.Lg.720b; “οὐκ ἔστιν τέχνη, ἀλλ᾽ ἐ. καὶ τριβή” Id.Grg.463b, cf. 465a, Lg.938a (whereas Plb. opposes ἐ. to “ἀπειρία καὶ τριβὴ ἄλογος” 1.84.6): but also,