A.lead in, Ti.Locr.99e; bring in, Anon.inEN225.3 (Pass.).
II. lead on, urge, persuade, “ἐνῆγόν σφεας οἱ Χρησμοί” Hdt.5.90; “ἐνῆγε τῇ συμβουλῇ κελεύων . .” Id.3.1, cf. 5.104, Th.4.21, etc.: mostly c. inf., μαίνεσθαι ἐνάγει ἀνθρώπους (sc. Bacchus) Hdt.4.79; “ἐνάγει προθυμίη τινὰ ἀποθνῄσκειν” Id.5.49; “ἐνῆγέ σφεας ὥστε ποιέειν” Id.4.145; “ἐ. τινὰ εἴς τι” Plu.Brut.46, etc.:—Med., App.Pun. 65.