A.abundant, ample, sufficient (Hom. only in Od.); “παρέχουσιν ἐπηετανὸν γάλα θῆσθαι” 4.89; πρασιαὶ . . ἐπηετανὸν γανόωσαι (as Adv.) 7.128; “σῖτον . . ἐ. παρέχοιμι” 18.360; πλυνοὶ ἐ. troughs always full, 6.86, cf. 13.247; “ἐπεὶ οὐ κομιδὴ κατὰ νῆα ἦεν ἐπηετανός” 8.233; ἐπηετανὸν γὰρ ἔχεσκον for they had great store, 7.99, cf. 10.427; “ἐ. βίος” Hes.Op.31, Pi.N.6.10; ἐπηεταναὶ τρίχες thick, full fleeces, Hes.Op.517; [“Ἀμαζόνες] ἐπηετανὸν κομέουσαι” A.R.2.1176; “ἐπηεταναὶ πλατάνιστοι” Theoc.25.20, cf. Orph. Fr.280. [In h.Merc.113, Hes.Op.607, quadrisyll.]
ἐπηετα^νός , όν, also ή, όν (v. infr.),