A.dash to, shut violently, slam to, θύρην δ᾽ “ἔχε . . ἐπιβλὴς . . , τὸν τρεῖς μὲν ἐπιρρήσσεσκον Ἀχαιοί, τρεῖς δ᾽ ἀναοίγεσκον” Il.24.454, cf. 456; πύλας ἐπιρράξασ᾽ ἔσω (with v.l. ἐπιρρήξασ᾽) S.OT1244; τὸ πῶμα prob. in Plu.2.356c; λίθον (at the door of a cave) Id.Phil.19:—Pass., to be dashed to, of gates, D.H.8.18.
ἐπιρράσσω , Ep. ἐπιρρα^π-ρρήσσω ,