previous next
ἐρύω (B), only in Med. ἐρύομαι , redupl. non-thematic pres. 3pl. εἰρύαται [υ^] Il.1.239, h.Cer.152, [υ_]Od.16.463 ; inf.
A.εἴρυσθαι3.268, 23.151 (from se-srū-, v. infr.); impf. “εἴρυ_τοIl.16.542, 24.499, Od.23.229, Hes.Sc.138, “εἴρυντοIl.12.454, εἰρύατο [υ^] 22.303 : from unredupl. stem ῥυ_- (srū-]), non-thematic 3pl. impf. ῥύατ᾽ [υ_] 18.515, Od.17.201, inf. “ῥῦσθαιIl.15.141, iterat. “ῥύσκευ24.730 : thematic pres. ῥύομαι [υ^] Od.14.107, 15.35, Il.9.396, 10.259,417, Hes.Sc.105 ; with υ_, ῥύομ᾽Il.15.257, “ῥύοιτο12.8, “ῥύοισθε17.224 ; impf.ῥύετ᾽ [υ_] 16.799 : υ_ in Trag. (E.HF197, al., also A.Eleg.3), but υ^ in Id.Th.303 (lyr.), 824 (anap.): thematic impf.ἐρύετο [υ_] Il.6.403 ; non-thematic “ἔρυ_το4.138, 5.23, al., “ἔρυ_σο22.507 (ἔρυ_το as aor. 2 S.OT1351 (lyr.)): pres. inf. “ἔρυσθαιOd.5.484,9.194, al.; later pres. ind. “ἔρυ_ταιA.R.2.1208 : fut. “ἐρύσσεταιIl.10.44, ἐρύεσθαι [υ^] 20.195, ῥύσομαι [υ_] Hes.Th.662, Hdt.1.86, A.Th.91 (lyr.); 3pl. “ῥυσεῦνταιCall.Lav.Pall.112 : aor. I εἰρυ^σάμην (from e-serū-) Il.4.186, 20.93, 21.230 ; opt. ἐρύσαιτο [υ^] 24.584 ; ind. also ἐρρύσατο [υ_] Od.1.6, al., ἐρύσατο [υ_] Il.5.344, al., once with “ῥυ^, ῥυ^σάμην15.29 : from the redupl.pres.εἴρυ_μαι are formed fut. ind. 3pl. “εἰρύσσονται18.276, I pl. “εἰρυ^όμεσθα21.588 : aor. I inf. “εἰρύσσασθαι1.216 ; opt. “εἰρυσσαίμην8.143, 17.327, Od.16.459:—later Pass., aor. “ἐρρύσθηνEv.Luc.1.74, 2 Ep.Ti.4.17, Hld.10.7 : for ἔρυ^το and ἐρυσσάμενοι as Pass., v. infr. 4:—protect, guard, of armour, [“πήληξ] κάρη ῥύετ᾽ ἈχιλλῆοςIl.16.799 ; [“κυνέη] εἴρυτο κάρηHes.Sc.138 ; “ῥύεται δὲ κάρηIl.10.259, etc.; “μίτρης.. οἱ πλεῖστον ἔρυτο4.138, cf. 23.819 ; “ἄστυ δὲ πύργοι ὑψηλαί τε πύλαι σανίδες τ᾽..εἰρύσσονται18.276, cf. 12.454 ; ἀμφὶ δὲ τάφρον ἤλασαν, ὄφρα σφιν νῆας..ῥύοιτο ib.8 ; “οἶος ἐρύετο Ἴλιον Ἕκτωρ6.403, cf. 22.507, 24.499 ; “οἵ με πάρος γε εἰρύατο22.303 ; “ὅς σε πάρος περ ῥύομ᾽15.257, cf.A.Th.91 (lyr.), etc.; καὶ πῶς βέβηλον ἄλσος ἂν ῥύοιτό με; Id.Supp.509 ; “Λυκίην εἴρυτο δίκῃσί τε καὶ σθένεϊ Il.16.542 ; “ἀριστήων οἵ τε πτολίεθρα ῥύονται9.396 ; [“ἔλαφον] ὕλη εἰρύσατο15.274 ; of warders or watchmen, 10.417 ; “σῦς τάσδε φυλάσσω τε ῥύομαί τεOd.14.107 ; νῆα, νῆας ἔρυσθαι, 9.194, 10.444, 14.260, 17.429 ; “εἴρυσθαι μέγα δῶμα23.151 ; νῶϊν εἴρυτο θύρας, of a female slave, ib.229; “ἐπέτελλεν..εἴρυσθαι ἄκοιτιν3.268 ; αὖλιν ἔρυντο, of dogs, Theoc.25.76 ; ἔτι μ᾽ αὖτ᾽ εἰρύαται οἴκαδ᾽ ἰόντα lie in wait for me, Od.16.463 ; χαλεπόν σε θεῶν..δήνεα εἴρυσθαι to discover them, 23.82 (here perh. a difft. word, cogn. with ἐρευνάω, cf. Pi.Fr.61) ; φρεσὶν εἰρύσσαιτο keep in his heart, conceal, Od.16.459 ; οἵ τε θέμιστας πρὸς Διὸς εἰρύαται maintain them, Il.1.239 : hence, support, hold in honour, with notion of obedience, “οὐ σύ γε βουλὰς εἰρύσαο Κρυνίωνος21.230 ; “ἔπος εἰρύσσασθαι1.216.
5. rescue, save, deliver (not in Att. Prose exc. Th.5.63); “μετὰ χερσὶν ἐρύσατο Φοῖβος ἈπόλλωνIl.5.344, cf. 11.363; πῶς ἂν.. εἰρύσσαισθε Ἴλιον; 17.327 ; “Ποσειδάων..Νέστορος υἱὸν ἔρυτο13.555 ; “βουλῆς.. τίς κεν ἐρύσσεται ἠδὲ σαώσει Ἀργείους10.44 ; “ἀλλ᾽ Ἥφαιστος ἔρυτο σάωσε δέ5.23; “ δ᾽ ἐρύσατο καί μ᾽ ἐλέησενOd.14.279 ; “ἐρρύσατο καὶ ἐσάωσενIl.15.290; “ἀρήξω τὸν ἱκέτην τε ῥύσομαιA.Eu.232 ; “πατρίδα ῥυομένουςId.Eleg.3; “ῥύου με κἀκφύλασσεS.OC285, cf. Hdt.7.217,8.114 : freq. folld. by a Prep., “οὐ γάρ κεν ῥύσαιτό σ᾽ ὑπὲκ κακοῦOd. 12.107 ; “Ζεῦ πάτερ, ἀλλὰ σὺ ῥῦσαι ὑπ᾽ ἠέρος υἷας ἈχαιῶνIl.17.645, cf. 224 ; “ἐκ..πόνων ἐρρύσατοPi.P.12.19 ; “ῥύσασθαί μιν ἐκ τοῦ παρεόντος κακοῦHdt.1.87 ; “ὡς ἂν ἀλλὰ παῖδ᾽ ἐμὴν ῥυσώμεθ᾽ ἀνδρῶν ἐκ χερῶν μιαιφόνωνE.Or.1563 : “ἀπὸ φόνουS.OT1351 (lyr.); “ἀπὸ τοῦ πονηροῦEv.Matt.6.13 : c. gen., “. τινὰ τοῦ μὴ κατακαυθῆναιHdt.1.86; “κακῶν μυρίωνE.Alc.770; “τόξωνId.Ion165 (lyr.); “πολέμου καὶ μανιῶν . ἙλλάδαAr. Lys.342 : c. inf., “. τινὰ θανεῖνE.Alc.11 ; “τινα μὴ κατθανεῖνId.HF197, cf. Or.599, Hdt.7.11 ; also, save from an illness, cure, Id.4.187 : generally, Id.3.132.
b. metaph., redeem, compensate for.., ἔργῳ γὰρ ἀγαθῷ ῥύσεσθαι τὰς αἰτίας (v.l. λύσεσθαι) Th.5.63 ; ταῦτα πάντα κατθανοῦσα ῥύσομαι my death will redeem (purchase) all this, E.IA 1383 (troch.); “. καμάτουςEpigr.Gr.853.6:—double sense in S.OT 312,313 ῥῦσαι σεαυτὸν καὶ πόλιν, ῥῦσαι δ᾽ ἐμέ, ῥῦσαι δὲ πᾶν μίασμα τοῦ τεθνηκότος redeem (deliver) thyself and the state and me, and redeem the pollution from the dead (the μίασμα being thought of as an unpaid debt). (ἐρυ^- ῥυ_- from ser[ucaron]- srū-, cogn. with Lat. servare, v. οὖρος 'guard', ἔρυμα, ἐρυμνός.
hide Dictionary Entry Lookup
Use this tool to search for dictionary entries in all lexica.
Search for in
How to enter text in Greek:
hide References (101 total)
  • Cross-references in general dictionaries from this page (101):
hide Display Preferences
Greek Display:
Arabic Display:
View by Default:
Browse Bar: