A.“εἰσαφίκηαι” Hes.Fr.170 :—come into or to, arrive at, c. acc., “Ἴλιον εἰσαφικέσθαι” Il.22.17 ; συβώτην εἰ. go into his house, Od.13.404 ; “Σειρῆνας” S.Fr.861 ; “Ἑλλάδα” E.Andr.13 ; “ὥς τινα εἰ.” Isoc.4.45 : c. dat., τῇ τε ἄλλῃ (sc. χώρῃ) “καὶ δὴ καὶ ἐς τὸ Ἄργος” Hdt.1.1 ; “φήμη ἐς. τοῖσι Ἕλλησι” Id.9.100 : abs., arrive, ib.101 ; οἱ εἰσαφικνούμενοι visitors to a country, X.Vect.3.12, cf. Pl.Men.92b, IG22.1191.17 : c. gen., σοφιστοῦ (nisi leg. <ἐς>) D.Chr.19.3.
εἰσαφ-ικνέομαι , Ion. ἐσαπικνέομαι , 2sg. aor. subj.