A.free from pollution, pure:
1. of persons, guiltless, ὁ δὲ ἀποκτείνας τὸν ταῦτα ποιήσαντα . . ὅσιος ἔστω καὶ εὐ. Lex ap.And.1.96, cf. Porph.VP15; εὐαγεστάτων ἱππέων, v.l. for εὐγενεστάτων, D.H.10.13; of bees, chaste (cf. Virg.G.4.198), AP9.404.7 (Antiphil.).
2. of actions, holy, lawful, τίς οἶδεν εἰ κάτωθεν εὐαγῆ τάδε; S.Ant.521; “εὐαγές ἐστι τὸ ἀποκτεῖναι” D.9.44, cf. Arist.Fr.538, App.BC2.148; τοῦτο δ᾽ οὐκ εὐαγές μοι ἀπέβη wellomened, favourable, Pl.Ep.312a. Adv. “εὐαγέως, ἔρδειν” h.Cer.274,369, cf. A.R.2.699, POxy.1203.5 (i A.D.), etc.; “οὐκ εὐαγῶς” Ph.2.472: Sup.-έστατα Jul.Or.7.230d.