A.“γέλῳ” Od.18.100: acc. γέλωτα, poet. (and late Prose, Polyaen.1.34.2, f.l.in Palaeph.30) γέλων, v. infr. (acc. γέλω is v.l. in Od.18.350, cf. infr.): gen. pl. “γελώτων” Pl.Lg.732c: dat. “γέλωσιν” Ph. 2.167, PGiss.1.3.6 (ii A. D.): (γελάω):—laughter, “γέλῳ ἔκθανον” Od. 18.100; “γέλω . . παρέχουσαι” 20.8; ἄσβεστον γέλω (v.l. γέλον) ὦρσεν ib.346; “ἄσβεστος δ᾽ α^ρ᾽ ἐνῶρτο γέλως . . θεοῖσι” Il.1.599; “γέλων δ᾽ ἑτάροισιν ἔτευχε” Od.18.350; “γέλων δ᾽ ἔθηκε συνδείπνοις” E.Ion1172; γέλωτα ποιεῖν, μηχανᾶσθαι, κινεῖν, X.Cyr.2.2.11 and 14, Smp.1.14; “παρασκευάζειν” Pl.Lg.669d; γέλων ξυντιθέναι, γέλωτα ἄγειν, S.Aj.303,382; “γ. ἔχει τινά” Od.8.344; “γ. ἂν γίγνοιτο” Pl.Plt.295e; “γέλωτος καταρραγέντος” Ath.5.211c (so in Act., πολλοὺς κατέρρηξεν ἡμῶν γέλωτας Hippoloch.ib.130c); “κατασχεῖν γέλωτα” X.Cyr.2.2.5, etc.; “οὐ γέλωτα δεῖ σ᾽ ὀφλεῖν” E.Med.404, cf.Ar.Fr.898; ἐπὶ γέλωτι to provoke laughter, Hdt.9.82, Ar.Ra.405; γέλωτος ἄξια ridiculous, E.Heracl.507; ἅμα or σὺν γέλωτι, Pl.Lg.789d, X.An.1.2.18; “μετὰ γέλωτος” Antiph.144.6; ἐν γέλωτι προφέρειν in joke, Plu.2.124d; πολὺς γ. loud laughter, X.Cyr. 2.3.18, etc. (πλατὺς γ., which Thom.Mag.p.293 R. recommends, is not classical); μέγιστος, ἰσχυρὸς γ., Pl.Plt.l.c., R.388c; Σαρδόνιος γ. (v. Σαρδόνιος); Αἰάντειος γ. a maniac's laugh, Diogenian.1.17.
2. metaph. of waves, = γέλασμα, Opp.H.4.334.
II. occasion of laughter, food for laughter, “γ. γίγνομαί τινι” S.OC902; ταῦτ᾽ οὐ γ. κλύειν ἐμοῦ; E.Ion528; “γέλωτά τινα τίθεσθαι” Hdt.3.29, 7.209; “ἀποδεῖξαι” Pl.Tht. 166a; εἰς γ. τρέπειν, ἐμβάλλειν, Th.6.35, D.10.75; “ἐν γέλωτι ποιεῖσθαί τι” Luc.Hist.Conscr.32, etc.; “γ. ἔσθ᾽ ὡς χρώμεθα τοῖς πράγμασι” D.4.25; “ὅσα γὰρ . . , πλείων ἐστὶ γ. τοῦ μηδενός” Id.14.26.
III. dimple in the hinder parts, Luc.Am.14.