A.aged, old, “γηραιὸς δὲ θάνοις” Hes.Op.378, cf. Hdt.3.64, Pi.P.4.157, A.Pers.854 (lyr.), Supp.606, Th.6.54; “γ. τελευτᾶν” X.Ages.11.15, Pl.Smp.179e; “τὸν μὲν ἄρ᾽ αἰὼν γ. κατέπεφνε” Maiist. 12.
γηρ-αιός , ά, όν (also ός, όν Antipho 4.1.2): (γῆρας):—longer form of γεραιός,