A.“γρύξομαι” Alc. Com.22: aor. ἔγρυξα (v. infr.):—say γρῦ (v. sub voc.), grumble, mutter, γρύζειν δὲ καὶ τολμᾶτον . . ; Ar.Pl.454; “παιδὸς φωνὴν γρύξαντος” Id.Nu.963; “εἴ τι γρύξει” Id.Eq.294; “μὴ φλαῦρον μηδὲν γρύζειν” Id.Pax 97 (anap.); “γρύζοντας οὐδὲ τουτί” Id.Ra.913; οὐκ ἐτόλμα γρύξαι τὸ παράπαν prob. in Is.8.27: c. dupl. acc., “ἐγὼ μὲν οὔτε χρηστὸν οὔτε σε γρύζω ἀπηνὲς οὐδέν” Call.Iamb.1.257; later, growl, of a dog, LXX l.c.; grunt, of a pig, Alciphr.3.73; grumble, murmur, “πρός τινα” Porph. Abst.1.27.
γρύζω , fut. γρύξω, Ar.Eq.294 codd., LXX Ex.11.7,