A.to be the finest or most beautiful, Hdt.1.196, al., E.Tr.226 (lyr.); of animals, Hdt.4.72, 163: c. gen., “καλλιστεύσει πασέων τῶν γυναικῶν” Id.6.61, cf. 7.180:—Med., “δῶρ᾽ ἃ καλλιστεύεται τῶν νῦν ἐν ἀνθρώποισι” E.Med.947, cf. Ba.409 (lyr.), Hipp.1009: pf. part. Pass., “ἀγώνων τῶν κεκαλλιστευμένων” E.Oen.p.39A.; “κεκ. θέαμα” Procop. Aed.1.1.
καλλιστ-εύω , (κάλλιστος)