A.wrap with bandages, κατειλίσσουσι πᾶν τὸ σῶμα σινδόνος . . τελαμῶσι, of mummies, Hdt.2.86; of wounds, Id.7.181; “σώματα σπαργάνοις καθειλίξαντες” Max.Tyr.36.2 (v.l. κατ-)“; καττίτερον . . κατειλίξας ἐρίοις” IG22.204.32 (iv B.C.); καθελίξας, v.l. κατελλ-, κατελ-, Hp.Nat.Mul. 32:—Pass., τὰς κνήμας ῥάκεσι . . κατειλίχατο (3pl. plpf.) Hdt.7.76; “κατειλίχθαι ταινίῃ” Hp.Art.5; “ἐρίοις . . καθείλικτο” Gal.UP4.9; ὅταν “κατελιχθῇ” Ath.Mech.24.8.
II. of a serpent, drag down in its coils, “συνέσφιγγεν ἅπαντα, καθελίττων ἐς τὴν ἑαυτοῦ Χειάν” Eun.Hist.p.257 D.