A.“κατεστορέσθην” Hp.VM19: pf. “κατεστόρεσται” Them.Or.15.194d:—spread, cover with a thing, [“κάπετον] λάεσσι κατεστόρεσαν μεγάλοισι” Il.24.798.
III. throw down, lay low, “κατεστόρεσαν αὐτῶν ἑξακοσίους” Hdt.9.69; κ. κύματα smooth the waves, AP7.668 (Leon.): metaph., of morbid humours, Hp. l. c. (Pass.); “κ. τὴν ἀνωμαλίαν” Plu. Comp.Lyc.Num.2; τὴν φιλοτιμίαν, τὰπάθη, Id.Luc.5, 2.101c; “τὸν θυμόν” Ael.Fr.103.