II. spread over, cover, “οἶκον . . ῥόδοις” Ael.VH9.8:—Pass., πεδίον νεκρῶν κατεστρώθη was strewed with . . , D.S.14.114; “σκορπίων κανθήλιον -εστρωμένον” Str.14.2.26.
III. lay low, “δάμαρτα καὶ παῖδ᾽ ἑνὶ κατέστρωσεν βέλει” E.HF1000, cf. X. Cyr.3.3.64:—Pass., “ὡς δὲ Ἕλλησι κατέστρωντο οἱ βάρβαροι” Hdt.9.76, cf. 8.53, 1 Ep.Cor.10.5.
IV. layer, in Pass. of vines, Gp.5.17.11.
2. βοτάνιον κατὰ τοῦ ἐδάφους -εστρωμένον prostrate, Dsc. 2.130.