A.= κολακευτικός, Arist.EE1222b4: ἡ -κή (sc. τέχνη), = κολακεία, Pl.Grg.502d, Sph.222e: Comp. -ώτερος Luc.Pr.Im.22: Sup. -ώτατος“, πρὸς, τοὺς ὑπερέχοντας” Plb.13.4.5. Adv. -“κῶς” Poll.4.51, Aristaenet.1.16, Chor.in Rh.Mus.49.521, v.l. in Str. 17.1.43.
κολα^κ-ικός , ή, όν,