A.to be intoxicated, Ar.Pl.298, Plb.15.33.2, Ph.1.260, Plu.Dem.7, Luc.Bis Acc.17, etc.; “μειρακίων τινῶν -ώντων” Epicur. Fr.114.
2. have a sick headache after a debauch, “κραιπαλῶν ἔτι ἐκ τῆς προτεραίας” Pl.Smp.176d; “ἐχθὲς ὑπέπινες, εἶτα νυνὶ κραιπαλᾷς” Alex. 286; “εἰ τοῦ μεθύσκεσθαι πρότερον τὸ κραιπαλᾶν παρεγίγνεθ᾽ ἡμῖν” Id.255.1; “παρέξω Λέσβιον, Χῖον . . , ὥστε μηδένα κραιπαλᾶν” Philyll.24.
3. carouse, revel, D.C.77.17, Alciphr.1.34.