A.furious storm, hurricane, “βαῖνον ἐρεμνῇ λαίλαπι ἶσοι” Il.12.375; “κελαινῇ λ. ἶσος” 11.747; “ἄνεμος σὺν λαίλαπι πολλῇ” 17.57; “Ζέφυρος βαθείῃ λ. τύπτων” 11.306; “Ζέφυρος μεγάλῃ σὺν λ. θύων” Od. 12.408, cf. 426; “ὅτε τε Ζεὺς λαίλαπα τείνῃ” Il.16.365; “ὦρσεν ἔπι ζαῆν ἄνεμον . . λ. θεσπεσίῃ” Od.12.314, cf. 9.68; “ὡς δ᾽ ὑπὸ λαίλαπι . . βέβριθε χθών” Il.16.384, cf. Semon.1.15; “Νότου λαίλαπι” Anacr.113; “λαίλαπι χειμωνοτύπῳ” A.Supp.33 (anap.), cf. LXX Jb.21.18, Plb.30.11.6; acc. to Arist.Mu.395a7, a whirlwind sweeping upwards: metaph., “ἔτλης λαίλαπα δυσμενέων” AP7.147 (Arch.).—Not found in early Prose, but common later, cf. “λ. ἀνέμου” Ev.Marc.4.37, Plu.Tim.28; spelt “λαῖλαμψ” Sammelb.4324.15:—a form λαιλαπετός , ὁ, occurs in Sch. A Il.11.495, Hsch.
λαῖλαψ , α^πος, ἡ,