3. metaph., “ὑποσχεσίαι” A.R.4.359; “μελιχρότατος περὶ τὰς ἐννοίας” Philostr.VS1.22.1; epith. of Sophocles, AP7.22 (Simm.); “τὸ μελιχρότατον τῶν ἐπέων” Call.Epigr.29; “τὸ μ. ἐν ταῖς ἀκοαῖς” D.H.Comp.1, cf. Dem.48; “λωτοὶ κλάζοντες ἴσον φόρμιγγι μελιχρόν” APl.1.8 (Alc.): Comp. Adv. “μελιχρότερον” Hedyl. ap. Ath. 11.473a. (Formed from μέλι, as πενιχρός from πενία.)
μελιχρός , ά, όν,