A.“μεταλλάγειν” Supp.Epigr.3.674A24 (Rhodes, ii B. C.):—change, alter, “θέσμια” Hdt.1.59; “τὰν ἀνθρώπου ζόαν ἆται . . μεταλλάσσουσι” S.Fr.592.6; πότμος . . μ. φύσιν ib.871.2; “μεταβολὴν βίου μ.” Pl.Lg.775c; “οὐ γὰρ τὸν τρόπον, ἀλλὰ τὸν τόπον μετήλλαξεν” Aeschin.3.78; “μετήλλαξαν τὴν ἀλήθειαν ἐν τῷ ψεύδει” Ep.Rom.1.25; “πόνου μεταλλαχθέντος οἱ πόνοι γλυκεῖς” S.Fr.374; τὰς τύχας ἑκατέρων μετήλλαξαν interchanged them, Isoc.4.59.
II. exchange,
1. take in exchange, adopt, assume, “ὀρνίθων μεταλλάξας φύσιν” Ar.Av.117; μ. τόπον go into a new country, Pl.Lg.760c; “μ. χώραν ἑτέραν ἐξ ἑτέρας” Id.Prm.138c; “ἑτέραν μ. τινὰ χώραν” Lycurg. 86; μ. διάφορα βρώματα to have varieties of food, Antiph.246:— Med., “μεταλλάσσεσθαι χιτῶνα” Lys.Fr.21; “τὴν τύχην” Din.1.92.
2. exchange by leaving, quit, “μ. τὸν βίον” Isoc.6.17, 9.15, OGI56.55 (Canopus, iii B. C.), UPZ19.14, al. (ii B. C.); “τὸ ζῆν μ. νόσῳ” Phld.Acad.Ind. p.96 M.: μ. alone, Pl.Ax.367c, Sotion p.185 W., Abh.Berl.Akad. 1925(5).28 (Cyrene, i B. C. /i A. D.); οἱ μετηλλαχότες the dead, Pl.Ax. 369b, cf. Supp.Epigr.3.367.39 (Boeot., ii B. C.), BGU1148.8 (i B. C.), etc.; Dor. “μεταλλαχώς” Test.Epict.1.10; μεταλλαγότων (sic) IG5(1).1433.37; also οἱ μεταλλάξαντες ib.22.1323.10; “ἐξ ἀνθρώπων” D.S. 18.56 (edict of Polyperchon, 319 B.C.).