A.taper, “τὰ ἄκρα μυουρίζειν τὰ τοῦ μήκους ἑκατέρωθεν” Str. 2.5.14; “εἰδομένη πλατάνοιο μυουρίζοντι πετήλῳ” D.P.404 ( = κατὰ μυὸς οὐρὰν στενουμένῳ Eust. ad loc.); of hellebore root, Aët.3.126; of a dog's tail, “ἀπὸ τῆς ἐκφύσεως μυουρίζουσαν ὅλην” Gp.19.2.1, cf. 5.8.2.
2. of the pulse, die away gradually, Ruf.Syn.Puls.8.1, Gal. 8.480,524, 9.322.