A.giving of hostages or securities : a security, “ὁμηρειῶν ἐκδόσεις εἰς ἀλλήλους” Pl.Plt.310e ; “ἐς ὁμηρείαν ὑπολιπεῖν τὸν προσοφειλόμενον μισθόν” Th.8.45.
2. the condition of a hostage, “ἐκκλέπτειν ἐξ ὁμηρείας” D.S.19.75 ; “εἰς ὁ. δοῦναι” Plb.9.11.4.—In codd. sts. ὁμηρία ; also “ὁμηρέα” IG12.116.34.