A.most pitiable, lamentable, “οἴ . . . δειλοῖσι βροτοῖσιν” Il.22.76 ; “θάνον οἰ. θανάτῳ” Od.11.412 ; “Ἀτθίσιν οἰκτίστη, σὸν φάος, Ἠριγόνη” Call.Aet.1.1.4 ; “οἴ. δὴ κεῖνο ἴδον” Od.12.258 ; “οἴ. ἔλεγοι” A.R.2.782 : neut. pl. οἴκτιστα as Adv., Od.22.472 : also in late Prose, Onos.42.21, Luc.Anach.11. Adv. “-τως” Phalar.Ep.96.
οἴκτ-ιστος , η, ον, irreg. Sup. of οἰκτρός,