A.braid or weave in, Hp.Vict.1.14 : metaph., “μύθους” Str.1.2.35 :—Pass., to be woven into, “τῇ δραματουργίᾳ τοῦτο παραπέπλεκται” Id.1.2.27 ; “τὸ μηδ᾽ ὅλως ἐν τῷ κόσμῳ μηδαμοῦ-πεπλέχθαι κενόν” Gal.4.474.
II. braid or curl along the forehead, “τὰς τρίχας” Poll.2.35 ; π. ἑαυτόν becurl himself, Plu.2.785e :—Med., “παραπλέκεσθαι” Ael.NA16.11 ; “παραπεπλεγμένη Ἀθηνᾶ ἡ ἀναπεπλεγμένη” Poll. l.c.