2. c. gen., π. νόσου cessation or end of disease, S.Ph.1329, cf. Hp.Mul. 2.124 ; “κακῶν” S. Tr.1255, Plu.Thes.15 ; μόχθων prob. in B.9.8 ; “παροξυσμοῦ” Gal.10.604 ; “παῦλαν ἔχον κινήσεως παῦλαν ἔχει ζωῆς” Pl.Phdr.245c ; “ἡδονὴν . . παῦλαν λύπης εἶναι” Id.R.584b ; “π. ταῖς γυναιξὶ τοῦ τεκνοῦσθαι” Arist. HA585a35 ; “ἡ π. τῆς τεκνοποιίας” Id.Pol.1335a31 ; παῦλάν τιν᾽ αὐτῶν some means of stopping them, X.An.5.7.32. (Written παῦλλα Puchstein Epigr.Gr.p.7.)
παῦλα , ἡ, (παύω)