A.one who works for his living, day-labourer, poor man, opp. πλούσιος, Democr.283; opp. δυνάμενος, Archyt.3; πτωχοῦ μὲν γὰρ βίος . . , ζῆν ἐστιν μηδὲν ἔχοντα: τοῦ δὲ πένητος ζῆν φει- “δόμενον καὶ τοῖς ἔργοις προσέχοντα” Ar.Pl. 553 ; “οἱ π. αὐτῶν” Hdt.1.133, 2.47 ; “πλούσιος ἐκ πένητος” Lys.1.4 ; “πένητες ἄνθρωποι” Hdt.8.51 ; οἷ᾽ ἀνὴρ π. S.Ph.584; “π. ἵππος” X. Oec. 11.5.
II. as Adj., “π. δόμοι” E. El.1139 : c. neut., ἐν πένητι σώματι ib. 372 : c. gen., χρημάτων πένητες poor in money, ib.38 ; “π. φίλων” Pl.Ep.332c ; “π. ἀπολογίας” Luc. Apol. 11 : Comp. “πενέστερος” X.Ath.1.13: Sup. “πενέστατος” D.21.123.