A.turn and bring round, divert, τὴν ἀναθυμίασιν εἴσω -τρέπεσθαι is diverted inwards, Arist.Mete.367a32 ; “μὴ βούλεσθε εἰς ὑμᾶς τὴν αἰτίαν -τρέψαι” Lys.6.13; “γυναῖκάς φασι τοῖς ἀνδράσι περιτρέπειν τὰ σφέτερ᾽ αὐτῶν ἁμαρτήματα” Aristid.2.420 J.; “εἰς τοὐναντίον τὸν λόγον” Eus.Mynd.2 ; “ἐπὶ θάτερα” Aristid.1.112 J.; “τὸ σφάλμα εἰς ἄλλο μακρῷ αἰσιώτερον περιετράπη” Luc.Laps.15 ; “ὁ λόγος εἰς ὄνειδος -τέτραπται” Plu.2.1036f ; π. τινὰ εἰς μανίαν, εἰς χαράν, Act.Ap.26.24, J.AJ9.4.4; “εἰς ἄλγημα” Sor.1.26 (Pass.) : c. inf., τοὐναντίον π. τιμηνύειν bring a thing round to signify the opposite, Pl.Cra.418b.
2. turn upside down, upset, “χειμὼν π. τὴν ναῦν” Luc.Cont.7; περιτραπεὶς Ὀδυσσεύς capsized, Plu.2.831d ; τῇ ῥύμῃ τοῦ ἵππου τινὰ π. Id.Marc.7 : metaph., [“ὕψος] περιέτρεψεν ἢ χρόνος τις ἢ φθόνος” Trag.Adesp.547.4 ; “π. θρόνους δικαστῶν” LXX Wi.5.23 ; π. εἰς κακοτροφίαν pervert, Ath.Med. ap. Orib. inc.21.1 ; “μή τις . . βασκανία π. τὸν λόγον” Pl.Phd.95b ; refute, “π. σεαυτόν” Id.Ax.37oa, cf. Aps.p.278 H.:—Pass., “τὸ παράδειγμα περιτέτραπται” Luc.JTr.49; of a person, collapse in argument, Phld.Sign.29; refute oneself, D.L.3.35 ; “περιτρέπεται ὁ λόγος” Dam.Pr.7.
4. Pass., to be folded over, of skin, Gal.UP3.12.
5. περιτρέπεται: ἰλιγγιᾷ, Hsch.