A.moist, damp, “ἱδρῶτι πλαδαρὴ κόμη” AP9.653 (Agath.); “καρήατα” A.R.3.1398 ; πλαδαραὶ σάρκες flabby, flaccid, Hp.Int.40, etc.; “οὖλα” Dsc.5.5 ; διαχωρήματα -ώτερα loose, watery, Hp.Acut.52; ὕλη Sch. Iamb.Comm.Math.4; weak, “δόρυ” Plb.Fr.69 (nisi leg. κλαδ-); of taste, insipid, opp. στρυφνός, Hp.VM14,15, cf. Aristid.Quint.2.15 (Comp.).
πλα^δα^ρ-ός , ά, όν,