A.nail fast to, “σε τῷδε . . πάγῳ” A.Pr.20; [“ἐμβάδια] πρὸς τὸ μέτωπον ὥσπερ κοτίνῳ” Ar.Pl.943; but in Hdt.9.120, σανίδα (or σανίδας) προσπασσαλεύσαντες (sc. αὐτῷ) (nisi leg. σανίδι):—Pass., “προσπεπατταλευμένον γράφουσι τὸν Προμηθέα πρὸς ταῖς πέτραις” Men.535.1; τὴν Ἀνδρομέδαν ἐπί τινος πέτρας . . προσπεπ. Luc.DMar.14.3: metaph., ἀχανής, προσπεπατταλευμένος, ἄφωνος fixed to the spot, Hegesipp.Com.1.25.
προσπασσα^λεύω , Att. προσπαττ- ,