A.courage, Il.6.126; θ. τινός courage to do a thing, A.Ch.91, S.OC48: c. gen., courage against . . , “πολεμίων” Pl.Lg.647b; “πρὸς τοὺς πολεμίους” X.Cyr. 4.2.15; θ. ἴσχε take courage! S.Ph.807; “θ. ἔχειν περί τινος” Id.El.412; “φρεσὶ θ. ἀέξειν” Hes.Sc.96; “αἴρειν πρός τι” E.IA1598; “λαβεῖν” Act.Ap. 28.15; but “θ. ἔλαβέ τινας” Th.2.92; “θ. ἐμπνέειν” Od.9.381; “ἐνὶ φρεσὶ θεῖναι” 3.76; τῷ δ᾽ ἐνὶ θυμῷ θῆκε . . θ. 1.321; “ἐν κραδίῃ βάλλειν” Il.21.547; παρασχεῖν, ἐμποιεῖν τινι, Th.6.68, X.An.6.5.17; θ. ἐγγίγνεται, ἐμπίπτει τινί, Id.Cyr.4.2.15, HG7.1.31; “ἐμφύσεται” Id.Cyr.5.2.32; “οὔτ᾽ ἐλπίδος γὰρ οὔτε του δόξης ὁρῶ θ. παρ᾽ ἡμῖν ὡς . . ” E.Hec.371: pl., “φόβοι καὶ θάρρη” Arist.EN1107a33, cf. Pl.Prt.360b.
θάρσος , Att. θάρρος , Aeol. θέρσος (q.v.), εος, τό, (θρασύς)