A.to be a serf or labourer, “Λαομέδοντι . . θητεύσαμεν εἰς ἐνιαυτόν” Il.21.444, cf. Od.18.357; “θητευέμεν ἄλλῳ, ἀνδρὶ παρ᾽ ἀκλήρῳ” 11.489, cf. E.Alc.6, Cyc.77 (lyr.), Pl.Euthphr.4c, R.359d, Phld.Piet.63; “θ. ἐπὶ μισθῷ παρά τινι” Hdt.8.137; θ. εἰς τὸ τεῖχος labour at it, Philostr.Her.12a.3; “θ. Παλλάδι καὶ Παφίῃ” serve, AP5.292.12 (Paul. Sil.).
θητ-εύω ,