A.plaited work of osiers or rushes, wicker-work, mat, φράξε δέ μιν [σχεδίην] ῥίπεσσι διαμπερὲς οἰσυΐνῃσι, κύματος εἶλαρ ἔμεν, evidently as a kind of bulwark (cf. παράρρυμα), Od.5.256; “ῥιψὶ καταστεγάζειν” Hdt.4.71; “πάρεξις ῥιπῶν” SIG57.32 (Milet., V B.C.): prov., “θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις” E. Fr.397, cf. Ar.Pax 699, Luc.Herm.28, Favorin. in PVat.11.7.27; cf. ῥῖπος.
ῥίψ , ῥι_πός, ἡ (later also ὁ, Arist.Pr.911b11),