A.hard (perh. chalk) land overgrown with bushes, scrub, Tab.Heracl.1.19; τῶν ξύλων . . τῶν ἐν τοῖς ς. ib.144; = πυρρώδης (ῥυπώδης cj. Mein.) γῆ acc. to Philet. ap. Hsch.; σκ[ε]ίρα (leg. σκῖρα) . . χωρία ὕλην ἔχοντα εὐθετοῦσαν εἰς φρύγανα, Hsch.; σκ[ε]ῖρος: . . ἄλσος καὶ δρυμός, Id. (but opp. δρυμός, Tab.Heracl. ll.cc.); “ἠὲ ς. ἔην, νῦν αὖ θέτο τέρματ᾽ Ἀχιλλεύς” Il.23.332,333 as shortd. into one line by Aristarch. (here = ῥίζα, διὰ τὸ ἐσκιάσθαι acc. to Sch.T ad loc.).
σκῖρος , ὁ,