A.to be coiled or folded round, “πέντε ζῶναι ἐσπείρηντο” Eratosth.16.3; πέριξ . . σπειρηθεὶς [δράκων] Nic. Th. 457; “δράκοντα . . ἐσπειραμένον περὶ τὸ ἀγγεῖον” Paus.10.33.9; “σχοινίου ἐσπειραμένου” S.E.P.1.227: c. dat., ὄφεις ἐσπειρημένους τοῖς παισίν coiled round them, f.l. in Sch.Lyc.p.5 S. for ἐπῃωρημένους.
2. metaph., “λόγος ἐσπειραμένος πρὸς δεινότητα” Demetr.Eloc.8.