A.“στάξω” LXXJe.49(42).18, Aeol. 3pl. “στάξοισι” Pi.P.9.63, Dor. 1pl. “σταξεῦμες” Theoc.18.46: aor. “ἔσταξα” E. HF1355, Ep. “στάξα” Il.19.39, Pi.N.10.82:—Pass., (ἐν-) Dsc.2.179: aor. 1 ἐστάχθην (ἐπ-) Hp.Ulc.21: aor. 2 ἐστάγην (ἐπ-, ἐν-) Dsc.1.19, 2.35:
I. c. acc. rei, drop, let fall or shed drop by drop, [“Θέτις] Πατρόκλῳ . . νέκταρ στάξε κατὰ ῥινῶν” Il.19.39, cf. 348,354; “σπέρμα θνατὸν ματρὶ τεᾷ στάξεν” Pi.N.10.81; “ἐξ ὀμμάτων ς. αἷμα” A. Ch.1058; “ἱδρῶτα σώματος ἄπο” E.Ba.620 (troch.), cf. Tr.1199; “βότρυν” Id.Ph.230 (lyr.); “ὕδωρ ς. πέτρα” Id.Hipp.122 (lyr.); esp. of tears, “ς. δάκρυ” Id.IA1466; “ἀπ᾽ ὀμμάτων ἔσταξα πηγάς” Id.HF1355; and metaph., “κατ᾽ ὀμμάτων ς. πόθον” Id.Hipp.526 (lyr.); “μυριάδας χαρίτων” AP5.12 (Phld.); “ἵμερον ἐξ ὀμμάτων” Callistr.Stat.14.
2. c. dat. rei, αἵματι στάζοντα χεῖρας having one's hands dripping with blood, A. Eu.42; “κάρα στάζων ἱδρῶτι” S.Aj.10; “ἀφρῷ γένειον” E.IT308: also without acc., the part affected being in the nom., “στάζουσι κόραι δακρύοισι” Id.Ion 876 (anap.); “χέρ᾽ αἵματι στάζουσαν” Id.Ba.1163 (lyr.): rarely c. gen., “χεὶρ στάζει θυηλῆς Ρ̓́εος” S.El.1423.
3. abs., leak, “τῶν νεωρίων ἐπεσκευάσθαι τὰ στάζοντα” Aen.Tact.11.3.
II. fall in drops, drip, trickle, ὕδωρ ς. Hdt.6.74; “στάζει . . φοίνιον τόδ᾽ . . αἷμα” S.Ph.783: metaph., “ς. δ᾽ ἐν ὕπνῳ πρὸ καρδίας . . πόνος” A.Ag.179 (lyr.); “ψόφος ς. δι᾽ ὤτων” E.Rh.566; “στάζω λισσάδος ὡς πέτρας λιβὰς ἀνήλιος” Id.Andr.533 (lyr.): c. gen., ὀπὸν στάζοντα τομῆς dripping from the cut, S.Fr.534 (anap.); “αἷμα ἐξ ἄκρου ἔσταζε κρατός” E.Med. 1199, etc.; “σμικρὸν ἀπὸ ῥινῶν ἔσταξεν” Hp.Epid.1.14.
2. of dry things, as ripe fruit, drop off, A.Supp.1001 (dub. l.).